- φευγάτισμα
- το, -ατοςη φυγάδεψη (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φευγάτισμα — το, Ν [φευγατίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φευγατίζω, φυγάδευση … Dictionary of Greek
φυγάδεψη — η η διευκόλυνση της φυγής κάποιου, το φευγάτισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)